- ἐνέφυσεν
- ἐνέφῡσεν , ἐμφύωimplantaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οίμη — οἴμη, ἡ (Α) 1. άσμα, τραγούδι, ωδή («οἴμας Μοῡσ ἐδίδαξε», Ομ. Οδ.) 2. η ικανότητα να τραγουδά κάποιος («θεὸς δὲ μοι ἐν φρεσὶν οἴμας παντοίας ἐνέφυσεν», Ομ. Οδ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «οἴμη λόγος, ἱστορία». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη,… … Dictionary of Greek